- προσκέπασμα
- -άσματος, τὸ, Α1. προκάλυμμα2. προφυλακτικό σκέπασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + σκέπασμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
ГРОБ ГОСПОДЕНЬ — гробница в Иерусалиме вблизи Голгофы, где было положено тело Иисуса Христа после распятия; величайшая из святынь христианства, свидетельство и символ чуда Воскресения Христова. Часовня Гроба Господня (Кувуклия) Часовня Гроба Господня (Кувуклия)Г … Православная энциклопедия